δημωφελές

δημωφελές
δημωφελής
of public use
masc/fem voc sg
δημωφελής
of public use
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δημωφελής — ές (AM δημωφελής, ές) αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα») αρχ. 1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος 2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελές το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”